(μενέων τινός Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απερωεύς — ἀπερωεύς ( έως), ο (Α) [απερωέω] αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει … Dictionary of Greek
ἀπερωεύς — thwarter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)